- παλαιομαγνητισμός
- ογεωλ. μαγνητισμός ο οποίος παραμένει σε ένα πέτρωμα ως αποτέλεσμα τού προσανατολισμού τού γήινου μαγνητικού πεδίου κατά την χρονική στιγμή τού σχηματισμού τού πετρώματος στο γεωλογικό παρελθόν, αλλ. παραμένουσα μαγνήτιση.
Dictionary of Greek. 2013.